- ὄλμον
- ὄλμοςa round smooth stonemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὄλμον — Ὄλμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅλμον — Ὅλμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλμον — ὅλμος a round smooth stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπόδης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος αρχ. αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * … Dictionary of Greek